- καταληπτός
- -ή, -όαυτός που μπορεί κάποιος να τον καταλάβει: Χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και γίνεται εύκολα καταληπτός από το λαό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταληπτός — seized masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτός — ή, ό (AM καταληπτός, ή, όν) [καταλαμβάνω] αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, κατανοητός, αντιληπτός αρχ. 1. αυτός που έχει συλληφθεί 2. αυτός που μπορεί να συλληφθεί 3. ο υποκείμενος 4. εκείνος που μπορεί να επιτευχθεί 5. ο… … Dictionary of Greek
καταληπτά — καταληπτός seized neut nom/voc/acc pl καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc/acc dual καταληπτά̱ , καταληπτός seized fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῶν — καταληπτός seized fem gen pl καταληπτός seized masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτόν — καταληπτός seized masc acc sg καταληπτός seized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπταί — καταληπτός seized fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοί — καταληπτός seized masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτοῦ — καταληπτός seized masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτούς — καταληπτός seized masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταληπτῆς — καταληπτός seized fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)